αἰσχροπρεπής

αἰσχροπρεπής
αἰσχρο-πρεπής, anstößig, gemein

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αισχροπρεπής — αἰσχροπρεπής, ές (Μ) αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + πρεπὴς < πρέπω] …   Dictionary of Greek

  • αἰσχροπρεπεῖς — αἰσχροπρεπής of hideous appearance masc/fem acc pl αἰσχροπρεπής of hideous appearance masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχροπρεπές — αἰσχροπρεπής of hideous appearance masc/fem voc sg αἰσχροπρεπής of hideous appearance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”